ποιοτικός

ποιοτικός
[пиотикос] еж. качественный,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ποιοτικός" в других словарях:

  • ποιοτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποιότητα («ποιοτική διαφορά») 2. φρ. α) «ποιοτικός προσδιορισμός» γραμμ. ο προσδιορισμός τής ποιότητας ενός ουσιαστικού β) «ποιοτική ανάλυση» χημ. χημική ανάλυση με σκοπό τον καθορισμό τής ταυτότητας… …   Dictionary of Greek

  • ποιοτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην ποιότητα: Ποιοτική κατάσταση. – Ποιητική διαφορά κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μικροκαθετήρας — ο χημ. μικροαναλυτής εφοδιασμένος με ηλεκτρονικό καθετήρα, με τον οποίο είναι δυνατός ο ποιοτικός και ποσοτικός προσδιορισμός τών χημικών στοιχείων που βρίσκονται μέσα σε όγκο υλικού πολύ μικρών διαστάσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια ως προς το α… …   Dictionary of Greek

  • πληροφορία — η, ΝΜΑ [πληροφορώ] είδηση, γνώση, το σύνολο τών σημάτων, λέξεων, φράσεων με το οποίο καθιστά κανείς γνωστό ένα πράγμα, μια κατάσταση ή ένα γεγονός νεοελλ. 1. ποιοτικός συντελεστής που καθορίζει τη θέση ή την κατάσταση ενός συστήματος αυτόματου… …   Dictionary of Greek

  • πολαρογραφία — Κλάδος της ηλεκτροχημείας, ο οποίος επιτρέπει τη μελέτη των σχέσεων μεταξύ της εφαρμοσμένης τάσης στα ηλεκτρόδια και της έντασης του ρεύματος που διέρχεται μέσα από ένα ηλεκτρολυτικό διάλυμα. Με τον τρόπο αυτό είναι δυνατό να καθοριστούν διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • Νέμετ, Λάζλο — (Nemeth, Ναντγιμπάνια 1901 – 1975). Ούγγρος συγγραφέας. Μέλος της λογοτεχνικής ομάδας του περιοδικού Nyugat, ίδρυσε το 1932 το περιοδικό Tanu, το οποίο έγραφε μόνος του μέχρι το 1935. Σύντομα έγινε ο θεωρητικός των λαϊκιστών συγγραφέων. Το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»